- ὀρεᾶνες (1)
- ὀρεᾶνεςMeaning: = ἄνδρες in the language of the Pythia (Plu. Mor. 406 e)See also: s. ὀρε(ι)ᾶνες
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ορεάνες — ὀρεᾱνες και ὀρειᾱνες και, κατά τον Ησύχ., ὀρείονες, οἱ (Α) (κατά τη μυστική γλώσσα τής Πυθίας) άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. τής λ. ᾶνες απαντά σε διαλεκτικές ονομ. λαών τής Δυτικής Ελλάδας (πρβλ. Ἀκαρν ᾶνες, Δυμ ᾶνες). Ο τ. ὀρείονες … Dictionary of Greek
ορείονες — ὀρείονες, οί (Α) βλ. ορεάνες … Dictionary of Greek
ορειάνες — ὀρειᾱνες, οί (Α) βλ. ορεάνες … Dictionary of Greek